- προηγμένων
- προηγμένων , προάγωlead forwardperf part mp fem gen plπροηγμένων , προάγωlead forwardperf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… … Dictionary of Greek
μπανανία — η ειρωνικός και υποτιμητικός χαρακτηρισμός υπερχρεωμένων και πολιτικά ασταθών χωρών, που υπόκεινται σε ξένη, συνήθως αμερικανική, εξάρτηση και γενικότερα τών κρατών τού τρίτου κόσμου που είναι τροφοδότες τών προηγμένων κρατών με πρώτες ύλες … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Γιουκάβα, Χιντέκι — (Hideki Yukawa,Τόκιο 1907 – 1981). Ιάπωνας θεωρητικός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κιότο όπου υπήρξε καθηγητής από το 1939 έως το 1950. Εργάστηκε στο Ινστιτούτο Προηγμένων Σπουδών του Πρίνστον και στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια από το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Λι, Τσουνγκ Ντάο — (Tsung Dao Lee, Σανγκάη 1926 –). Κινέζος φυσικός. Σπούδασε φυσική στο πανεπιστήμιο Τσεκιάνγκ, ενώ από το 1946 είναι εγκατεστημένος στις ΗΠΑ χάρη σε μία υποτροφία του πανεπιστημίου του Σικάγο. Το 1951 έγινε μέλος του Ινστιτούτου Προηγμένων Σπουδών … Dictionary of Greek
Μητρόπουλος, Νικόλαος Κωνσταντίνος — (Nicholas Constantine Metropolis, Σικάγο 1915 – Λος Άλαμος 1999). Ελληνοαμερικανός φυσικομαθηματικός. Το 1936 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο και το 1941 έλαβε διδακτορικό τίτλο από το ίδιο πανεπιστήμιο, στην πειραματική φυσική. Το 1943 … Dictionary of Greek